Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰ μεμοιραμένα

См. также в других словарях:

  • μεμοιραμένα — μεμοιρᾱμένα , μοιράω share perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic) μεμοιρᾱμένᾱ , μοιράω share perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic) μεμοιρᾱμένᾱ , μοιράω share perf part mp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μεμοιρᾱμένα , μοιράω share… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιρώ — μοιρῶ, άω (Α) [μοίρα] 1. διανέμω, μοιράζω 2. μέσ. μοιρῶμαι, άομαι α) μοιράζομαι με άλλους β) παίρνω κάτι ως μερίδιο, ως κλήρο μου γ) διασπῶ 3. παθ. τήκομαι, λειώνω 4. (ο παθ. παρακμ. στο γ εν. πρόσωπο ως απρόσ.) μεμοίραται είναι πεπρωμένο, είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»